αλλάγιασμα

αλλάγιασμα
το [αλλαγιάζω]
1. η αλλαγή τής στροφής τών βοδιών στο αλώνισμα (βλ. και αλλαγιάζω)
2. αλλαγή θέσης, μετατόπιση
3. ανάπαυση, ξεκούραση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλλαγιάζω — 1. κάνω αλλαγή, μεταθέτω, μετατοπίζω (κυρίως αλλάζω τη στροφή βοδιών στο αλώνισμα για την ανακούφιση τού ακραίου, που μοχθεί περισσότερο) 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. αλλάζω τη θέση μου, μετατοπίζομαι και μτφ. ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”